- αναφαλαντιασις
- ἀναφαλαντίασιςἀναφᾰλαντίασις-εως ἥ лысина на лбу Arst.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αναφαλαντίασις — ἀναφαλαντίασις, η (Α) [αναφαλαντίας] 1. έναρξη φαλακρότητας 2. απώλεια των τριχών του κρανίου ή του προσώπου (φρύδια κ.λπ.) … Dictionary of Greek